χώρα

χώρα
Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκλίβανης. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξωχωρίου. 4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Στυλιανός (υψόμ. 440 μ.). 5. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Σάμου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (11 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και το Ποτοκάκι (υψόμ. 5 μ.). Χώρα Τριφυλλίας. Αμφορέας ανακτορικού ρυθμού, που βρέθηκε στην περιοχή της Πύλου και βρίσκεται τώρα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας.
* * *
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χώρη και θεσσαλ. τ. χούρα, ἁ, Α
1. τμήμα γης με καθορισμένη έκταση
2. εδαφική έκταση με πολιτειακή και πολιτική ενότητα, πολιτεία, κράτος
νεοελλ.
1. ανατ. μέρος τού ανθρώπινου σώματος το οποίο αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα όργανα («εγκεφαλική χώρα»)
2. παροιμ. «κάλλιο κακιά χώρα παρά κακό χωριό» — δηλώνει ότι είναι ευκολότερο να επανορθώσει κανείς τις ζημιές που έχει υποστεί όταν ζει σε μια πόλη παρά όταν ζει σε ένα χωριό
νεοελλ.-μσν.
(ιδίως σε αγροτική περιοχή ή σε νησί) κέντρο, πρωτεύουσα, σε αντιδιαστολή προς το χωριό (α. «θα πάω στη χώρα για δουλειές» β. «στην Λάτσαν τὸν ηὑρήκασιν, χώρα μεγάλη ἔνι», Χρον. Μορ.)
νεοελλ.-αρχ.
πατρίδα (α. «έχουμε μία από τις ωραιότερες χώρες τού κόσμου» β. «θυσιάστηκαν για τη χώρα τους» γ. «δεῑν ἄρρενας εἶναι τοὺς μαχουμένους ὑπὲρ τῆς χώρας», Αιλ.).
μσν.
1. περιοχή κράτους, επαρχία
2. συνεκδ. οι κάτοικοι μιας περιοχής
αρχ.
1. χώρος
2. τόπος, τοποθεσία («ὅταν τι χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλῃ ἢ καὶ ἐν τῷ αὐτῷ στρέφηται;», Πλάτ.)
3. η θέση που αρμόζει σε κάποιον ή σε κάτι (α. «κατὰ χώρην ἤλπιζον τοὺς Πέρσας εἶναι», Ηρόδ.
β. «ἕως ἂν χώραν λάβῃ τὰ πράγματα» — ώσπου να μπουν σε τάξη τα πράγματα, Ξεν.)
4. εδάφιο βιβλίου
5. κοιλότητα άρθρωσης
6. η κόγχη τού ματιού
7. (μετρ.) η θέση πόδα σε έναν στίχο
8. η ύπαιθρος, σε αντιδιαστολή προς την πόλη («τὰ ἐκ τῆς χώρας... ἐσεκομίσαντο», Θουκ.)
9. περιοχή δικαιοδοσίας («χώραν τε καὶ οἴκους ἔδωκε», Ξεν.)
10. δικαιοδοσία («μείζω χώραν παρέχοντος τῷ νόμῳ», Λιβάν.)
11. ευκαιρία, κατάλληλη περίσταση
12. μτφ. α) η θέση που έχει κάποιος στη ζωή, η κατάστασή του («ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ ἐσόμεθα» — θα θεωρηθούμε ως ανδράποδα, Ξεν.)
β) υπόληψη
γ) βαθμός, αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, τόσο η λ. χώ-ρα όσο και η λ. χῶ-ρος ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *ghē- «είμαι άδειος, λείπω» (πρβλ. χή-ρα, χῆ-ρος) και έχουν σχηματιστεί με επίθημα -ρα, -ρος αντίστοιχα (πρβλ. ἀγ-ρός, ἕδ-ρα). Κατ' άλλη, ωστόσο, άποψη, το υγρό σύμφωνο -ρ- ανήκει στο θ. τών λέξεων, οπότε οι τ. χώρ-α και χῶρ-ος θα μπορούσαν να αναχθούν στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *ĝher- «περιέχω, περιβάλλω» (πρβλ. χορός).
ΠΑΡ. (τών χώρα / χώρος) χωράφι(ον), χωρίζω, χωρικός, χωρίο(ν), χωρώ
αρχ.
χωράζω, χωρίδιον αρχ.-μσν. χωρίτης
μσν.
χωρύδριον
νεοελλ.
χωραΐτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χωρ(ο)επίσκοπος, χωροβάτης, χωρογράφος, χωρομέτρης, χωροφύλακας
αρχ.
χώραυλος, χωροφιλῶ
αρχ.-μσν.
χωράρχης
μσν.
χωροθεσία
νεοελλ.
χωροδεσπότης, χωρολογία, χωρονομία, χωροστάθμη, χωροτάκτης, χωροφυλακή, χωρόχρονος. (Β' συνθετικό) άχωρος, ευρύχωρος, μονόχωρος, πλατύχωρος, πολύχωρος, στενόχωρος
αρχ.
αδρόχωρος, έγχωρος, μεσόχωρος, μικρόχωρος, ομοιόχωρος, περίχωρος, πληθόχωρος, πλησιόχωρος, πρόσχωρος, σύγχωρος, φιλόχωρος
νεοελλ.
απλόχωρος, ισόχωρος, ξέχωρος, πλησιόχωρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χώρα — χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc/acc dual χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρᾳ — χώρᾱͅ , χώρα space fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρα — η 1. τμήμα της επιφάνειας της γης, κράτος: Η Γαλλία είναι μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης. 2. ως κύρ. όν., Xώρα συνήθ. ο μεγαλύτερος οικισμός νησιού που αποτελεί και την πρωτεύουσά του. 3. ορισμένο μέρος της επιφάνειας του σώματος που αντιστοιχεί σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χώρα — Sp Chorà Ap Χώρα/Chora L PV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Χώρα Γαϊτσών — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέντρου …   Dictionary of Greek

  • Χώρα Σφακίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Σφακίων, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (46 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο οικισμός Κομιτάδες (υψόμ. 200 μ.) και η Βριτομάρτις. Η X.Σ. σήμερα είναι μικρό χωριό, άλλοτε όμως… …   Dictionary of Greek

  • Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άνω Χώρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 404 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αποδοτίας …   Dictionary of Greek

  • Έξω Χώρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 160 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, στις δυτικές πλαγιές του βουνού Βραχιώνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων του νομού Ζακύνθου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”